Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
röten
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Προφορά
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
επεξεργασία
röten
(de)
(
μεταβατικό
)
κοκκινίζω
, κάνω κάτι κόκκινο
(
reflexiv
)
κοκκινίζω
, γίνομαι
κατακόκκινος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
rot