Ετυμολογία

επεξεργασία
purview < ύστερη (κληρονομημένο) μέση αγγλική purview < αγγλονορμανδικά γαλλικά purveu «προϊδωμένος», μετοχή αορίστου του purveier

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpɜːvjuː/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

purview (en)

  1. πεδίο, πλαίσιο, πλαίσιο εφαρμογής, πεδίο/πλαίσιο ισχύος, αρμοδιότητας
  2. επικράτεια, αρμοδιότητα, εμπίπτει στην δικαιοδοσία του