purview
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- purview < ύστερη (κληρονομημένο) μέση αγγλική purview < αγγλονορμανδικά γαλλικά purveu «προϊδωμένος», μετοχή αορίστου του purveier
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
purview (en)
- πεδίο, πλαίσιο, πλαίσιο εφαρμογής, πεδίο/πλαίσιο ισχύος, αρμοδιότητας
- επικράτεια, αρμοδιότητα, εμπίπτει στην δικαιοδοσία του