pupille
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpupille (fr) θηλυκό
- η κόρη (του ματιού)
- το ορφανό προστατευόμενο, παιδί που έχει χάσει κάποιον γονέα του και το οποίο είναι υπό την προστασία κάποιου
- παράδειγμα: pupille de la nation: ορφανό του οποίου ο πατέρας/μητέρα πέθανε στην υπηρεσία της Γαλλίας (π.χ. κατά τη διάρκεια εχθροπραξιών) που την έχει αναλάβει υπό την προστασία του το κράτος (το έθνος)
- παράδειγμα: «...nous montâmes chez le consul de France, M. de Roujoux, qui a épousé la pupille de M. Coletti...»[1] (...ανεβήκαμε στο σπίτι του προξένου της Γαλλίας, κ. ντε Ρουζιού, ο οποίος παντρεύτηκε την προστατευόμενη του κου Κωλέττη...»