Ετυμολογία

επεξεργασία

publiczność < από τη λέξη publiczny

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

publiczność (pl) θηλυκό

  • το κοινό (το ακροατήριο, οι θεατές)

Συνώνυμα

επεξεργασία