Ουσιαστικό

επεξεργασία

przód (pl) αρσενικό

  1. το μπροστινό μέρος, το μπροστά
    do przodu - εμπρός, προς τα μπρoς, μπροστά
    z przodu - από μπροστά, ανφάς

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία