Ετυμολογία

επεξεργασία
propulsi < propuls- + -i
ρήμα propulsi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας propulsas propulsanta propulsata
αόριστος propulsis propulsinta propulsita
μέλλοντας propulsos propulsonta propulsota
υποθετική propulsus - -
προστακτική propulsu - -

propulsi (eo)