probiotic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- probiotic < pro + biotic < αρχαία ελληνική πρό + αρχαία ελληνική βιωτικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /prəʊbʌɪˈɒtɪk/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprobiotic (en)
Επίθετο
επεξεργασίαprobiotic (en)
probiotic (en)
probiotic (en)