Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

printanièrement < printanier

  Επίρρημα επεξεργασία

printanièrement (fr)

  1. ανοιξιάτικα
  2. με νέο και ευχάριστο τρόπο