prequel
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- prequel < pre- + sequel < μέση γαλλική séquelle < λατινική sequela < sequor < πρωτοϊταλική *sekʷōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sekʷ- (ακολουθώ)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
prequel (en)