Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία en επεξεργασία

pinnate < λατινικά pinnātus ‎(“πτερωμένος, πτερωτός, με φτερά”), < pinna ‎(“φτερό”)

  Επίθετο επεξεργασία

pinnate (en)

  • φτερωτός, πτερωτός, πτερόμορφος, πτερομορφικός, πτερόσχημος, σαν φτερό, σαν φύλλο πτέρης-φτέρης