Ετυμολογία

επεξεργασία
permisceo < λείπει η ετυμολογία

permisceo (la)

  1. συμμήγνυμι, ανακατεύομαι με άλλους, αναμιγνύω
  2. συνδυάζω
  3. προκαλώ σύγχυση