Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

perlabori < perlabor- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα perlabori
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας perlaboras perlaboranta perlaborata
αόριστος perlaboris perlaborinta perlaborita
μέλλοντας perlaboros perlaboronta perlaborota
υποθετική perlaborus - -
προστακτική perlaboru - -

perlabori (eo)

ĉu iu volas perlabori? - μήπως κάποιος θέλει να κερδίσει το ψωμί του; (μήπως κάποιος ψάχνει δουλειά;)