Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

perioadă (ro)

  1. περίοδος
    X a fost blocat pe o perioadă de 1 săptămână
    ο Χ υπέστη φραγή για μια περίοδο μιας εβδομάδας