Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pereo < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

pereo (la)

  • πεθαίνω, χάνομαι, εξαφανίζομαι, καταστρέφομαι