Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

perago < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

perago (la)

  1. επιτελώ
  2. άγω μέσω άλλων, διαπερνώ
  3. επιδιώκω την καταδίκη κάποιου με πάθος, μέχρι τέλους, ώσπου να καταδικαστεί