Ετυμολογία

επεξεργασία
penetri < penetr- + -i
ρήμα penetri
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας penetras penetranta penetrata
αόριστος penetris penetrinta penetrita
μέλλοντας penetros penetronta penetrota
υποθετική penetrus - -
προστακτική penetru - -

penetri (eo)