Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. ανάλυση
  2. (γραμματική) συντακτική ανάλυση, η ανάλυση της συντακτικής δομής μιας πρότασης
  3. (πληροφορική) συντακτική ανάλυση

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • parsing στην αγγλική Βικιπαίδεια