Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

pôr os cabelos em pé → δείτε τις λέξεις pôr, os, cabelo, em και , « ορθώνω τα μαλλιά »

  Συγχώνευση επεξεργασία

pôr os cabelos em pé (pt)