Ετυμολογία

επεξεργασία
operacii < operaci- + -i
ρήμα operacii
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας operacias operacianta operaciata
αόριστος operaciis operaciinta operaciita
μέλλοντας operacios operacionta operaciota
υποθετική operacius - -
προστακτική operaciu - -

operacii (eo)