Ετυμολογία

επεξεργασία
ombrel- < γαλλική ombrelle, αγγλική umbrella

ombrel- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: ομπρέλα (για τον ήλιο)

Παράγωγα

επεξεργασία