- okaze < okaz- + -e
okaze (eo)
- okaze de: κατά τη διάρκεια
- ili estis arestitaj okaze de manifestacio por la rajtoj de la homoj
- συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια διαδήλωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα
- okaze ke: στην περίπτωση που
- okaze ke vi ne estus informitaj... - στην περίπτωση που δεν θα είχατε πληροφορηθεί...