oca
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαoca (ca)
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαoca (es)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαoca (it) θηλυκό
- (πτηνό) η χήνα
- (μεταφορικά) πολύ έξυπνος άνθρωπος
Παράγωγα
επεξεργασίαΣικελικά (scn)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαoca (scn)