Ετυμολογία

επεξεργασία
observi < observ- + -i
ρήμα observi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας observas observanta observata
αόριστος observis observinta observita
μέλλοντας observos observonta observota
υποθετική observus - -
προστακτική observu - -

observi (eo)