o'clock
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαo'clock (en) (χωρίς παραθετικά)
- η ώρα, χρησιμοποιείται με τους αριθμούς 1 έως 12 όταν λέει την ώρα, σημαίνει μια ακριβή ώρα
- ⮡ It is six o'clock.
- Είναι έξι η ώρα.
- ⮡ I will be back at ten o'clock.
- Θα γυρίσω στις δέκα η ώρα.
- ⮡ at exactly ten o'clock - στις δέκα η ώρα ακριβώς
- ⮡ I’ll leave with the seven o'clock bus.
- Θα φύγω με το λεωφορείο των επτά.
- ⮡ It is six o'clock.
Πηγές
επεξεργασία- o'clock (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 993. ISBN 9780194325684., λήμμα: ώρα