Επίρρημα

επεξεργασία

o'clock (en) (χωρίς παραθετικά)

  • η ώρα, χρησιμοποιείται με τους αριθμούς 1 έως 12 όταν λέει την ώρα, σημαίνει μια ακριβή ώρα
    ⮡  It is six o'clock.
    Είναι έξι η ώρα.
    ⮡  I will be back at ten o'clock.
    Θα γυρίσω στις δέκα η ώρα.
    ⮡  at exactly ten o'clock - στις δέκα η ώρα ακριβώς
    ⮡  I’ll leave with the seven o'clock bus.
    Θα φύγω με το λεωφορείο των επτά.