Σύνδεσμος

επεξεργασία

nor (en)

  1. (neither…nor) ούτε…ούτε
    ⮡  Neither John nor his brother is here.
    Ούτε ο Γιάννης ούτε ο αδερφός του είναι εδώ.
    → και δείτε τη λέξη neither
  2. ούτε, χρησιμοποιείται πριν από ένα θετικό ρήμα για να συμφωνήσει με κάτι αρνητικό που μόλις ειπώθηκε
    ⮡  -I do not smoke. -Nor do I.
    -Δεν καπνίζω. -Ούτε και 'γω.
    ⮡  I don’t know them nor do I want to know them.
    Δεν τους ξέρω ούτε θέλω να τους γνωρίσω.
    → και δείτε τη λέξη neither



  Αντωνυμία

επεξεργασία

nor (eu)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nor (ro)