nor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΣύνδεσμος
επεξεργασίαnor (en)
- (neither…nor) ούτε…ούτε
- ⮡ Neither John nor his brother is here.
- Ούτε ο Γιάννης ούτε ο αδερφός του είναι εδώ.
- → και δείτε τη λέξη neither
- ⮡ Neither John nor his brother is here.
- ούτε, χρησιμοποιείται πριν από ένα θετικό ρήμα για να συμφωνήσει με κάτι αρνητικό που μόλις ειπώθηκε
- ⮡ -I do not smoke. -Nor do I.
- -Δεν καπνίζω. -Ούτε και 'γω.
- ⮡ I don’t know them nor do I want to know them.
- Δεν τους ξέρω ούτε θέλω να τους γνωρίσω.
- → και δείτε τη λέξη neither
- ⮡ -I do not smoke. -Nor do I.
Πηγές
επεξεργασία- nor - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 637. ISBN 9780194325684., λήμμα: ούτε
Βασκικά (eu)
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαnor (eu)
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnor (ro)
- το σύννεφο