none other than
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαnone other than (en)
- (ιδιωματισμός) ο ίδιος, χρησιμοποιείται για να τονίσει ποιος ή τι είναι κάποιος ή κάτι, όταν αυτό προκαλεί έκπληξη
- ⮡ It was none other than my brother.
- Ήταν ο ίδιος ο αδελφός μου.
- ⮡ It was none other than my brother.