morphologie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- morphologie < αρχαία ελληνική μορφή + -λογία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moʁ.fɔ.lɔ.ʒi/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
morphologie θηλυκό