monthly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmonthly (en) (χωρίς παραθετικά)
- μηνιαίος
- ⮡ monthly installments - μηνιαίες δόσεις
Επίρρημα
επεξεργασίαmonthly (en) (χωρίς παραθετικά)
monthly (en) (χωρίς παραθετικά)
monthly (en) (χωρίς παραθετικά)