Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

modificado (pt) < μετοχή αορίστου του modificar

  Επίθετο επεξεργασία

modificado (pt)

  1. αλλαγμένος, τροποποιημένος
  2. μεταμορφωμένος


→ δείτε τη λέξη modificar