modificado
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
modificado (pt) < μετοχή αορίστου του modificar
Επίθετο επεξεργασία
modificado (pt)
→ δείτε τη λέξη modificar
modificado (pt) < μετοχή αορίστου του modificar
modificado (pt)
→ δείτε τη λέξη modificar