Γερμανικά (de) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ρήμα επεξεργασία

mitnehmen (de)

  • (για πρόσωπα ή πράγματα) φέρνω μαζί μου

Συνώνυμα επεξεργασία