Ετυμολογία

επεξεργασία
midye < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική μύδια, πληθυντικός του μύδι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmid.jɛ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

midye (tr)