Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο,   Ουσιαστικό επεξεργασία

messianic (en)

  1. μεσσιακός, που σχετίζεται με μεσσία
  2. μεσσιανικός, που σχετίζεται με τον μεσσιανισμό