Ετυμολογία

επεξεργασία
melki < γερμανικά melken

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmel.ki/
ρήμα melki
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας melkas melkanta melkata
αόριστος melkis melkinta melkita
μέλλοντας melkos melkonta melkota
υποθετική melkus - -
προστακτική melku - -

melki (eo)