Ετυμολογία

επεξεργασία
maturigi < matur(i) + igi
ρήμα maturigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας maturigas maturiganta maturigata
αόριστος maturigis maturiginta maturigita
μέλλοντας maturigos maturigonta maturigota
υποθετική maturigus - -
προστακτική maturigu - -

maturigi (eo)