marmelade
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαmarmelade < πορτογαλική marmelada
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maʁ.mə.lad/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmarmelade (fr) θηλυκό
Δείτε επίσης : Marmelade |
marmelade < πορτογαλική marmelada
marmelade (fr) θηλυκό