Ετυμολογία

επεξεργασία
marini < marin- + -i
ρήμα marini
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας marinas marinanta marinata
αόριστος marinis marininta marinita
μέλλοντας marinos marinonta marinota
υποθετική marinus - -
προστακτική marinu - -

marini (eo)