margarine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmargarine (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- margarine < (acide) margarique < μάργαρον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /maʁ.ɡa.ʁin/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmargarine (fr) θηλυκό
margarine (en)
margarine (fr) θηλυκό