mangrove
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία en
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία/ˈmaŋɡrəʊv/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmangrove (en) ενικός (mangroves, mangrove swamps πληθυντικός)
μανγκρόβιο:
- δέντρο ή θάμνος που αναπτύσσεται σε παλιρροϊκούς, κυρίως τροπικούς, παράκτιους βάλτους, έχοντας πολυάριθμες περιπλεγμένες ρίζες που μεγαλώνουν υπεργείως και σχηματίζουν πυκνές συστάδες
- παλιρροϊκός βάλτος στον οποίο επικρατεί μανγκρόβια βλάστηση