Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

maneo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men- (πβ. (αρχαία ελληνική) μένω)

  Ρήμα επεξεργασία

maneo (la)

Κλίση επεξεργασία