• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

mam

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Ολλανδικά (nl)
    • 2.1 Προφορά
    • 2.2 Ουσιαστικό
  • 3 Πολωνικά (pl)
    • 3.1 Ρηματικός τύπος

Αγγλικά (en)

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

mam (en)

  • μαμά



Ολλανδικά (nl)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

mam (nl)

  • μαμά



Πολωνικά (pl)

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

mam (pl)

  • έχω, α' ενικό πρόσωπο του ρήματος mieć
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=mam&oldid=5239626"
Τελευταία επεξεργασία στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, στις 08:01

Γλώσσες

    • Azərbaycanca
    • Brezhoneg
    • Català
    • Cymraeg
    • Dansk
    • Deutsch
    • Zazaki
    • English
    • Español
    • Eesti
    • Euskara
    • Suomi
    • Français
    • Hrvatski
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • La .lojban.
    • 한국어
    • Kurdî
    • Limburgs
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • ဘာသာမန်
    • မြန်မာဘာသာ
    • Nederlands
    • Oromoo
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Sängö
    • Srpskohrvatski / српскохрватски
    • Svenska
    • Türkçe
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, στις 08:01. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας