Ετυμολογία

επεξεργασία
malplekti < mal- + plekti
ρήμα malplekti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας malplektas malplektanta malplektata
αόριστος malplektis malplektinta malplektita
μέλλοντας malplektos malplektonta malplektota
υποθετική malplektus - -
προστακτική malplektu - -

malplekti (eo)