Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

médialement < médial

  Επίρρημα επεξεργασία

médialement (fr)

  1. στη μέση
    lettre placée médialement - γράμμα ευρισκόμενο στη μέση (μιας λέξης)