Ετυμολογία

επεξεργασία
lokmacı < lokma + -cı

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lɔk.mɑ.ˈd͡ʒɯ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lokmacı

  1. ο λουκουματζής, άτομο που κατασκευάζει ή πουλάει λουκουμάδες
  2. το λουκουματζίδικο, το κατάστημα όπου παρασκευάζονται ή/και σερβίρονται λουκουμάδες

Συγγενικά

επεξεργασία