litio
Γαλικιανά (gl) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
litio (gl)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: λίθιο
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
litio (eo)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: λίθιο
Ίντο (io) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
litio (io)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: λίθιο
Ισπανικά (es) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
litio (es)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: λίθιο
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- litio < νεολατινική lithium
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
litio (it) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: λίθιο
Πηγές επεξεργασία
- litio - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).