Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

kutimiĝi < kutim- + -iĝ- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα kutimiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας kutimiĝas kutimiĝanta kutimiĝata
αόριστος kutimiĝis kutimiĝinta kutimiĝita
μέλλοντας kutimiĝos kutimiĝonta kutimiĝota
υποθετική kutimiĝus - -
προστακτική kutimiĝu - -

kutimiĝi (eo)