Ετυμολογία

επεξεργασία
kuraci < kurac- + -i
ρήμα kuraci
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας kuracas kuracanta kuracata
αόριστος kuracis kuracinta kuracita
μέλλοντας kuracos kuraconta kuracota
υποθετική kuracus - -
προστακτική kuracu - -

kuraci (eo)