Ετυμολογία

επεξεργασία

kilkanaście < kilka + -naście

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Αριθμητικό

επεξεργασία

kilkanaście (pl)

  • (περιληπτικό) περίπου από έντεκα μέχρι δεκαεννιά, δέκα και κάτι