Ετυμολογία

επεξεργασία
khôl < kohl < kouhel < αραβική كحل (kihl)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

khôl (fr) (σπανιότερα: kohol, koheul) αρσενικό

  • το κολ, σκούρο χρώμα για το μακιγιάζ, άλλοτε χρησιμοποιούνταν στις αραβικές χώρες