Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
karting
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
karting
<
kart
+
-ing
Ουσιαστικό
επεξεργασία
karting
(fr)
αρσενικό
άκλιτο
κάρτιγκ
: αυτοκινητιστικός αγώνας (με μικρά αυτοκίνητα)