Ετυμολογία

επεξεργασία
karting < kart + -ing

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

karting (fr) αρσενικό άκλιτο

  • κάρτιγκ: αυτοκινητιστικός αγώνας (με μικρά αυτοκίνητα)