Μυρμήγκι: karınca.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
karınca < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰴𐰆𐰢𐰆𐰺𐰽𐰍𐰀 (qumursɣa)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɑˈɾɯn.d͡ʒɑ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

karınca (tr)

Συγγενικά

επεξεργασία